- εὐανακλήτως
- εὐανάκλητοςeasy to call outadverbialεὐανάκλητοςeasy to call outmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευανάκλητος — εὐανάκλητος, ον (Α) 1. (για ονόματα σκύλων) αυτός που εκφωνείται εύκολα 2. αυτός τον οποίο εύκολα κάποιος καθησυχάζει ή επαναφέρει σε ηρεμία 3. αυτός που θεραπεύεται εύκολα. επίρρ... εὐανακλήτως με ευανάκλητο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ανά κλητος… … Dictionary of Greek